- σχολαστήριον
- σχολαστήριονplace for passing leisureinneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχολαστήριον — τὸ, Α τόπος όπου περνάει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + επίθημα τήριον (πρβλ. σπουδασ τήριον)] … Dictionary of Greek
σχολαστηρίων — σχολαστήριον place for passing leisurein neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek